- Μοραΐτης
- οθηλ. -ισσα ο κάτοικος του Μοριά ή αυτός που κατάγεται από το Μοριά, ο Πελοποννήσιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μοραΐτης — και Μωραΐτης, ο, θηλ. ισσα (Μ Μοραΐτης και Μορέτης) Πελοποννήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Μορέας + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
-αΐτης — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ονομάτων που δηλώνουν τοπική προέλευση ή παρωνύμιο. Σχηματίστηκε αρχικά σε μεταγεν. εθνικά και παρώνυμα ονόματα που είχαν στο θέμα τους αι: Αθήναι > Αθηναι ίτης > Αθηνα ΐτης, σπήλαιον > σπηλαι ίτης > σπηλα… … Dictionary of Greek
Μορέτης — Μορέτης, ὁ (Μ) βλ. Μοραΐτης … Dictionary of Greek
Μοραίος — Μοραῑος, ὁ (Μ) Πελοποννήσιος, Μοραΐτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Μορέας + κατάλ. αῖος (πρβλ. Υδρ αίος)] … Dictionary of Greek
Μωραΐτης — ο, θηλ. ισσα βλ. Μοραΐτης … Dictionary of Greek
μοραΐτικος — και μωραΐτικος, η, ο [Μοραΐτης / Μωραΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μοριά, δηλ. στην Πελοπόννησο 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Πελοπόννησο. επίρρ... μοραΐτικα και μωραΐτικα με τρόπο που ταιριάζει σε Μοραΐτη … Dictionary of Greek